- επίσαξη
- η (Α ἐπίσαξις) [επισάττω]νεοελλ.η τοποθέτηση σάγματος (σαμαριού) πάνω σε υποζύγιο, το σαμάρωμααρχ.1. επισώρευση2. γέμισμα, παραγέμισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανεπίσακτος — η, ο χωρίς επίσαξη, ασέλωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επισάττω «φορτώνω, σελώνω»] … Dictionary of Greek
σάξη — η / σάξις, εως, ΝΑ [σάττω] νεοελλ. επίσαξη, τοποθέτηση σαγής στο υποζύγιο, σέλωμα ή σαμάρωμα αρχ. υπερβολικό γέμισμα, παραγέμισμα … Dictionary of Greek